νιτριτοειδής

νιτριτοειδής
-ές [νίτρο]
φρ. «νιτριτοειδής κρίση»
ιατρ. σύνολο συμπτωμάτων που εμφανίζονται σε αλλεργικές αντιδράσεις προς ορισμένα φάρμακα και θυμίζουν έντονα τα φαινόμενα τής δηλητηρίασης από ενώσεις τού νιτρώδους οξέος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νιτροειδής — ές [νίτρο] βλ. νιτριτοειδής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”